- ελώδης
- ης, ες1) болотистый, заболоченный;
ελώδης
περιοχή — болотистая местность;2) болотный; малярийный;ελώδης πυρετός — болотная лихорадка, малярия;
ελώδες αέριον болотный метан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελώδης
περιοχή — болотистая местность;ελώδης πυρετός — болотная лихорадка, малярия;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἑλώδης — marshy masc/fem acc pl (attic epic doric) ἑλώδης marshy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἑλώδης marshy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελώδης — ες (AM ἑλώδης, ες) 1. ο γεμάτος έλη 2. αυτός που προκαλείται από το έλος («ελώδης πυρετός») νεοελλ. 1. ελόβιος* 2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδης γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κυφοειδών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδες έλος, βαλτότοπος … Dictionary of Greek
ελώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. (για τόπους), ο γεμάτος έλη, βάλτους, βαλτώδης. 2. που προέρχεται από έλος ή που γεννιέται στο έλος: Ελώδης πυρετός (η ελονοσία). – Ελώδες αέριο (το μεθάνιο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑλωδέστερον — ἑλώδης marshy adverbial comp ἑλώδης marshy masc acc comp sg ἑλώδης marshy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλώδει — ἑλώδης marshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἑλώδης marshy masc/fem/neut dat sg ἑλώδεϊ , ἑλώδης marshy dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλώδη — ἑλώδης marshy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑλώδης marshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑλώδης marshy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλωδέστατον — ἑλώδης marshy masc acc superl sg ἑλώδης marshy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλῶδες — ἑλώδης marshy masc/fem voc sg ἑλώδης marshy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλώδεα — ἑλώδης marshy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἑλώδης marshy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλώδεις — ἑλώδης marshy masc/fem acc pl ἑλώδης marshy masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλωδέων — ἑλώδης marshy masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)